- κλώσσημα
- το [κλωσσώ]1. το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, επώαση2. το σύνολο τών αβγών που επωάζει η κλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλέπιση — η (Μ ἐκλέπιση) νεοελλ. αφαίρεση τών λεπιών ψαριών ή τού φλοιού καρπών μσν. κλώσσημα αβγών, εκκόλαψη νεοσσών … Dictionary of Greek
επώαση — η (AM ἐπῴασις) [επωάζω] η φυσιολογική εξέλιξη τού αβγού από τη γέννησή του μέχρι την εκκόλαψη, κλώσσημα («φυσιολογική, τεχνητή επώαση») νεοελλ. 1. κρυφή προετοιμασία («επώαση κινήματος, επανάστασης») 2. η περίοδος κατά την οποία παθογόνοι… … Dictionary of Greek
νεοσσοποιία — νεοσσοποιΐα και αττ. τ. νεοττοποιΐα, ἡ (Α) [νεοσσοποιώ] το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, το κλώσσημα … Dictionary of Greek
ξεκλωσσώ — και άω (για πτηνό) τελειώνω το κλώσσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κλωσσώ] … Dictionary of Greek